01

Ποια είναι η μητρική γλώσσα ενός ανθρώπου; Ορίζεται ως η γλώσσα που μιλάει η μητέρα προς το παιδί. Στα αγγλικά αποφεύγεται ο προσδιορισμός «μητρική» και κυρίως χρησιμοποιείται το «first» ή το «native language». Εχοντας γεννηθεί και μεγαλώσει στην Αυστραλία, δεν μπορώ να ξέρω με ακρίβεια ποια ήταν η πρώτη μου γλώσσα. Τι λέξεις άκουγα μέσα στην κοιλιά της μητέρας μου; Σε ποια γλώσσα επικοινωνούσαν μεταξύ τους οι γονείς μου; Ο πατέρας είχε απαγορεύσει τα ελληνικά στο σπίτι ώστε να προσαρμοστούμε γρηγορότερα και ευκολότερα στην αυστραλιανή κοινωνία. Εκαναν, ωστόσο, μια προσπάθεια να με στείλουν σε ελληνικό σχολείο για να έρθω σε επαφή με την ελληνική κουλτούρα, αλλά το μίσησα από τη πρώτη στιγμή γιατί η δασκάλα επέμενε στο πώς να περιποιούμαστε τις παρωνυχίδες μας (!) Οπότε έβαλα τα κλάματα και έτσι σταμάτησαν να με πηγαίνουν.

Αν υποθέσουμε όμως ότι οι γονείς μου μιλούσαν στα ελληνικά, το λεξιλόγιό τους δεν θα ήταν και τόσο πλούσιο: Η μητέρα μου είχε πάει μόνο έως και την πρώτη τάξη του Γυμνασίου, ενώ ο πατέρας μου παράτησε το σχολείο στην πέμπτη Δημοτικού, καθώς έπρεπε να βοηθάει την οικογένειά του στα …πέτρινα χρόνια της φτώχειας. «Εκοβα ξύλα, τα φορτωνόμουν στην πλάτη, και γυρνούσα ξυπόλητος στο σπίτι. Δεν υπήρχε ρεύμα τότε» εξηγεί ο ίδιος, ο οποίος σήμερα ζει στη Νότια Αυστραλία και επικοινωνώ μαζί του μέσω messenger.

Δεν είναι βέβαια μόνο το οικογενειακό περιβάλλον, αλλά παίζει ρόλο και η κοινότητα στην οποία μεγαλώνει κανείς: Στην Αυστραλία, οι Ελληνες μετανάστες έχουν δημιουργήσει ένα δικό τους γλωσσικό ιδίωμα, ένα κράμα των ελληνικών και των αγγλικών. Μερικές ενδεικτικές λέξεις που είχα μάθει μικρή: «καρπέτα» από το carpet, το «κάρο» από το car ή το «μπαμπ» που είναι σύμπτυξη του dad και του μπαμπά. Στη συνέχεια, ερχόμενη στην Ελλάδα με κορόιδευαν για τα «ελληνικά» μου: έλεγα «τόιλετα» από το toilet, «τηλιόραση» αντί για τηλεόραση και πάει λέγοντας… Ακόμη και σήμερα δυσκολεύομαι τρομερά να προφέρω τη λέξη «συναργεμός». Εκτός από τα ιδιαίτερα, επινόησα ένα δικό μου τρόπο εκμάθησης της γλώσσας απομνημονεύοντας τις λέξεις σαν εικόνες. Επίσης, στηριζόμουν -και ακόμη στηρίζομαι- στα λεξικά, με αγαπημένα μου του Δ. Δημητράκου (εκδ. Γιοβάνης) και το αξιομνημόνευτο «Αντιλεξικό» του Θεολ. Βοσταντζόγλου.

Μην παραξενευτείτε, λοιπόν, αν βρίσκετε αγγλικά μέσα στο κείμενο. Υπάρχουν λόγοι όπως: α) I switch from one language to another. Ως δίγλωσση, σκέφτομαι στα αγγλικά και γράφω στα ελληνικά, ή και το αντίστροφο., β)  Δεν έχω πάντα την πνευματική διαύγεια να μεταφράζω σωστά και δεν επιθυμώ να χάνονται νοήματα στη μετάφραση – το να «μεταφράζει» κανείς την κουλτούρα του ενός στον άλλον είναι μια διαδικασία πολύ δύσκολη, ειδικά όταν προσπαθεί να εξηγήσει ή να γεφυρώσει πολιτισμικές διαφορές. Η μετάφραση, όπως και μια σειρά άλλων θεμάτων στη «Χελώνα», είναι υπόθεση στρατηγικής. Δεν σας κρύβω ότι -σ’ αυτή τη φάση της ζωής μου- προτιμώ τα «σπαστά ελληνικά» ενός ξένου ή ενός ομογενή από τα «καλά ελληνικά» που επιβάλλουν στην κοινωνία διάφοροι καθηγητές γλωσσολογίας των οποίων ο νους συνδέεται με μια ελιτίστικη νοοτροπία, με την οποία αντιτάσσομαι σθεναρά. Από την άλλη, δεν συμμερίζομαι τα Greeklish. Είναι κρίμα να χάνεται μια γλώσσα τόσο μυστήρια, πλούσια και πρωτότυπη όπως είναι τα ελληνικά.// Ελ. Βροντή