Ο θυμός, κατά τoν Πλάτωνα, δεν αφορά μόνο τα συναισθήματα οργής αλλά και όλα εκείνα που συνδέονται με το σθένος του ανθρώπου, την ηθική, τις ιδεολογίες, το θάρρος, την αρετή, την ελπίδα, την ελευθερία και τη δικαιοσύνη. Όταν το 2018 κυκλοφόρησε το βιβλίο του Χρήστου Χρυσόπουλου με το πολύ δυνατό τίτλο «Η γη του θυμού» (εκδ. «Νεφέλη»), η πρώτη μου σκέψη ήταν να το αποκτήσω. Περίμενα ότι κάτι θα βρω εκεί μέσα, όπως συνέβη με το προηγούμενο έργο του βραβευμένου Έλληνα συγγραφέα «Φακός στο στόμα» (εκδ. «Πόλις»), ένα χρονικό για την Αθήνα του 2010. Μπορεί η «Γη του θυμού» να μην είχε μεγάλη εμπορική απήχηση, αλλά εμένα με άγγιξε σε σημεία.
Γενικώς, μου αρέσει ο τρόπος που γράφει ο Χρήστος: ένας φρέσκος νεορεαλισμός που ενώνεται με το φωτογραφικό ντοκουμέντο και την καλλιτεχνική εικόνα. «Γιατί το έγραψες;», τον ρώτησα. «Υπάρχει μια πάρα πολύ απλή απάντηση: γιατί μου το ζήτησαν. Ήταν παραγγελία από έναν γαλλικό εκδοτικό οίκο. Ζήτησαν από δέκα συγγραφείς στην Ευρώπη ένα έργο γι’ αυτό που αντιλαμβάνονται ως την τρέχουσα συνθήκη ζωής, τι συμβαίνει τώρα. Έπρεπε λοιπόν κι εγώ να ανταποκριθώ στο τι έβλεπα. Έτσι, απαντάω στο ερώτημά σου: είναι γιατί αυτόν τον θυμό τον βλέπω. Είναι γιατί τον παρακολουθώ από τότε που έγραψα τον “Φακό στο στόμα”» μου εκμυστηρεύεται ο συγγραφέας, και συμπληρώνει: «Είναι, επίσης, επειδή άρχισε να με ενδιαφέρει από ένα σημείο και πέρα πως αυτός ο θυμός μπορεί να γίνει γλώσσα. Και είναι και κάτι άλλο που δεν μπορώ να αρνηθώ. Εξόρυξα και τον δικό μου θυμό για να μπορέσω να γράψω αυτό το βιβλίο».
– Χρήστο, είμαι τόσο θυμωμένη που θα μπορούσα να «σκοτώσω άνθρωπο», ακόμη και εσένα τον συγγραφέα. Τι μου συμβαίνει;
– Με τοποθετείς σε μια σχέση ενσυναίσθησης, χωρίς να σε γνωρίζω. Επειδή αναγνωρίζεις σε εμένα την ιδιότητα του συγγραφέα, αλλά κι επειδή αυτή η ερώτηση είναι τυπική για έναν συγγραφέα, θα πρέπει να επινοήσω ένα κίνητρο για τον θυμό σου. Αλλά αυτό κάνει ένας μυθιστοριογράφος: επινοεί κίνητρα. Εν προκειμένω για τον θυμό των άλλων ή για οποιαδήποτε άλλη συμπεριφορά.
– Μπορείς να με δεις ως μέλος της ελληνικής κοινωνίας. Να διαχωρίσουμε το προσωπικό στοιχείο.
– Συμφωνώ. Άλλωστε, μόνο έτσι μπορώ να σε δω. Γιατί έτσι έχω δει και όλα τα πρόσωπα του βιβλίου «Η γη του θυμού», τα οποία λειτουργούν υπό μία έννοια ως φορείς ταυτότητας. Μπορεί να πρόκειται για ταυτότητα φυλετική, γονεϊκή, ερωτική, έμφυλη, εργασιακή, ταξική.
– Μου έχεις πει ότι σε πλησιάζουν αναγνώστες και σου αποκαλύπτουν ότι είναι και εκείνοι θυμωμένοι. Πώς το ερμηνεύεις αυτό;
– Είναι θυμωμένοι και ταυτόχρονα είναι θύματα του θυμού. Ο θυμός κάνει και κάτι άλλο εκτός από το να διαχωρίζει το θύμα από τον θύτη. Θέτει κοινωνικά διαχωριστικά όρια: δηλαδή ποιος είναι με την πλευρά του θυμωμένου και ποιος είναι με την πλευρά του αποδέκτη του θυμού. Δημιουργεί ομαδοποιήσεις ο θυμός. Αυτό αντανακλάται και στο βιβλίο μου. Για παράδειγμα, στο επεισόδιο με την εργαζόμενη στο τηλεφωνικό κέντρο βλέπεις άμεσα πώς συντάσσονται αυτά τα στρατόπεδα (δηλαδή, σε μια δομή εξουσίας μέσα σε ένα εργασιακό περιβάλλον). Ο θυμός μπορεί να είναι αυθόρμητος και να εκφραστεί ως οργή, αλλά επίσης μπορεί να τελεσφορεί ως εργαλείο. Ο θυμός καμιά φορά είναι χειριστικός και ανήθικος. Πολλές φορές μπορεί κάποιος να κρύβει πίσω από τον θυμό του ένα κίνητρο, απολύτως ιδιοτελές, με πρόθεση. Είναι όπλο και μπορεί να είναι όπλο ψυχολογικό, μπορεί να είναι όπλο νομικό, μπορεί να είναι όπλο θεσμικό.
Για να μπορέσει να αντέξει κάποιος τον θυμό, μπορεί να θυματοποιήσει τον εαυτό του σε ένα ενοχικό πλέγμα: ότι φταίει ο ίδιος. Μην μπορώντας να τον διοχετεύσει αλλού, νιώθει αδικία, την αίσθηση του αποκλεισμού.
– Συμβαίνει να είναι και λυτρωτικός.
– Ναι, αλλά δεν σημαίνει όμως ότι είναι πάντοτε δίκαιος. Πολλές φορές είναι ενδοστρεφής: ο άνθρωπος τον καταπίνει. Για να μπορέσει να τον αντέξει, μπορεί να θυματοποιήσει τον εαυτό του σε ένα ενοχικό πλέγμα: ότι φταίει ο ίδιος. Να είναι κανείς θυμωμένος με τον εαυτό του, ενώ δεν είναι θυμωμένος με τον εαυτό του. Είναι θυμωμένος με κάτι άλλο. Όμως, μην μπορώντας να διοχετεύσει αλλού τον θυμό -που μπορεί να είναι μια απωθημένη επιθυμία-, νιώθει αδικία, την αίσθηση του αποκλεισμού. Όταν λοιπόν αυτός ο θυμός κάποια στιγμή βγει στην επιφάνεια, ξεπερνά το όριο της συνείδησης, που δεν ξέρω πώς να το ορίσω και δεν ξέρω καν πού τοποθετείται αυτό το όριο. Θα χρησιμοποιήσω μια μεταφορά μιας συγγραφέως που αγαπώ πολύ. Της Λώρα Ράιντινγκ Τζάκσον. 1 Κάποια στιγμή έκανε μια απόπειρα αυτοκτονίας, έπεσε από το παράθυρο, δεν σκοτώθηκε όμως. Πώς περιγράφει η ίδια αυτή τη σκηνή; Δεν την περιγράφει ως απόπειρα θανάτου, την περιγράφει χρησιμοποιώντας τη φράση «out the window». Αυτή η κίνηση δίχως κατάληξη. Απλώς βρίσκεσαι έξω από το παράθυρο, φεύγεις. Ο θυμός λοιπόν μπορεί να εκτονωθεί με αυτόν τον τρόπο. Ως υπέρβαση του συνειδητού ορίου. Υπάρχει βέβαια και δικαιολογημένος θυμός, πολιτικά και ηθικά, αλλά αυτό που ήταν δικαιολογημένο κάποια στιγμή, δεν σημαίνει ότι είναι δικαιολογημένο τώρα. Μπορεί να είναι λυτρωτικός, αλλά δεν σε λυτρώνει πάντα. Μπορεί να σε λυτρώσει από το βάρος, αλλά δεν είναι σίγουρο ότι σε λυτρώνει από αυτό που σε κρατάει ουσιαστικά δέσμιο.
– Οι Έλληνες συνηθίζουν να λένε ότι «με τις φωνές χάνεις το δίκιο σου». Μήπως έφτασε η στιγμή να απενοχοποιήσουμε τον θυμό; Πιστεύω ότι, για να φτάνει ένας άνθρωπος στο σημείο να ουρλιάζει, νιώθει κάποιο είδος αδικίας. Αν δεν κάνω λάθος, η αδικία εμπεριέχεται σε όλα τα επεισόδια του βιβλίου σου. Μήπως το πρόβλημα, τελικά, είναι η ασάφεια περί δικαίου;
– Ας μην πάμε εξαρχής στην έννοια του δικαίου, ας πάμε πρώτα στην έννοια του δικαιώματος. Υπάρχουν ένα κάρο δικαιώματα τα οποία έχουν καταστρατηγηθεί σήμερα. Αυτό είναι πολύ εμφανές και γίνεται με τρόπο που είναι απροσχημάτιστος· υπάρχουν εργατικά δικαιώματα, υπάρχουν ατομικά δικαιώματα, δικαιώματα ελευθερίας του λόγου, υπάρχει το δικαίωμα προσφυγής στη Δικαιοσύνη. Υπάρχουν διαρκή παραδείγματα καταστρατήγησης. Τώρα που το σκέφτομαι, υπάρχουν παραδείγματα στα οποία δεν γίνεται σεβαστή η ίδια η έννοια της ζωής, δηλαδή υπάρχει κόσμος που πεθαίνει αυτή τη στιγμή. Οπότε, νομίζω ότι αυτή η συνισταμένη του δικαίου στη σημερινή ζωή είναι μια συνισταμένη που εμφιλοχωρεί στα πάντα. Ακόμη και στην απολύτως προσωπική σφαίρα. Σκέφτομαι τον πόλεμο ανάμεσα στα φύλα. Κι αυτό είναι κάπως τετριμμένη έκφραση, αλλά επειδή υπάρχει και ως περίπτωση στο βιβλίο μου… Πριν καταλήξει να γίνει μια σύγκρουση περί δικαίου, σε ένα πολύ προσωπικό επίπεδο, αφορά μια διαφορά για την αντίληψη του δέοντος, κι αυτό συνιστά μια αντίληψη για τη δικαιοσύνη. Επίσης, πιστεύω ότι δημιουργούνται συνθήκες αδικίας σε εντελώς ανόητες και ταπεινές περιστάσεις. Το βλέπεις λ.χ. στο πώς πενήντα άνθρωποι μπορεί να συνυπάρξουν σε ένα βαγόνι του μετρό, το πώς θα σταθούν, το πώς θα μιλήσουν, το πώς θα κοιταχτούν.
– Η βία στη σιωπή…
– Υπάρχει αυτή η εξαιρετική φράση του ποιητή Νίκου Καρούζου: «Στο μίσος μετέχω. Στα τρένα, στα αεροπλάνα, ιδίως στα λεωφορεία». Η συνύπαρξη ανθρώπων χωρίς να υπάρχει ανάμεσά τους συνδιαλλαγή, η βία που βλέπεις ακόμη και εκεί, νομίζω ότι είναι πολύ βαθιά εμποτισμένη. Το παράδειγμα με τα μέσα μεταφοράς είναι εξέχον. Σκέψου τη Ρόζα Παρκς. Στην Αθήνα, έχουν υπάρξει πολλές επιθέσεις στα μέσα μαζικής μεταφοράς. Ένα σκηνικό έγκλειστων ανθρώπων. Είσαι κλεισμένος εκεί μέσα. Δεν ξέρω αν σου έχει τύχει να κάθεσαι απέναντι σε κάποιον στο τρένο και να αισθάνεσαι ότι δεν αντέχεις το βλέμμα του, γιατί είναι τόσο επιθετικό, τόσο καθηλωτικό, τόσο ισχυρό, σαν να θέλει να σε καθυποτάξει, οπότε στρέφεις το βλέμμα αλλού. Για κάποιους, σε κάποιες περιπτώσεις, και νομίζω τώρα τελευταία είναι αρκετές οι περιστάσεις, αυτά τα περιθώρια συνδιαλλαγής είναι πολύ στενά. Τουλάχιστον για εμάς, όπως το βιώνουμε εδώ στην Ελλάδα. Πρόκειται για μια συνθήκη στην οποία εξαντλούνται αποθέματα, υλικά και ψυχικά, αποθέματα υπομονής, αποθέματα φαντασίας, επιθυμίας. Αυτή είναι η αίσθησή μου.
– Βλέπω την Ελλάδα σαν μια απέραντη… γη του θυμού. Εσύ τι νομίζεις;
– Κοίτα, δεν είναι όλοι θυμωμένοι. Δεν ξέρουμε τι συμβαίνει στο σπίτι του καθενός. Αν όμως το δεις μέσα από ένα μακροσκοπικό, κοινωνικό πρίσμα, πιστεύω ότι υπάρχουν μεγάλα κομμάτια του πληθυσμού, κοινωνικά στρώματα, τα οποία είναι ακόμη προστατευμένα, δεν έχουν λόγο να είναι θυμωμένα. Επίσης, φαντάζομαι ότι για κάποιους άλλους είναι καλύτερα τώρα από ό,τι ήταν πριν. Θα σου δώσω ένα παράδειγμα: Στο βιβλίο μου «Φακός στο στόμα», που γράφτηκε το 2010, δεν υπήρχε πουθενά η λέξη «κρίση». Ήταν εμπρόθετη αυτή η επιλογή, γιατί αυτός ο όρος είναι μια ομπρέλα που καλύπτει πολλά διαφορετικά πράγματα και χρησιμοποιείται σαν μια γενική συνθήκη, ενώ πρώτον δεν είναι όλοι σε κρίση και επίσης για κάποιους αυτή η κρίση ήταν ακριβώς αυτό που εξυπηρετούσε τα δικά τους συμφέροντα. Οπότε, αυτού του είδους οι διαχωρισμοί, αυτού του είδους τα ρήγματα είναι και αιτίες κοινωνικού θυμού.
– Πώς συνδέεται ο θυμός με την έννοια της ηθικής;
– Αυτή η συνιστώσα ήταν και μια δική μου σκέψη όταν έγραφα το βιβλίο. H αυθόρμητη απόκριση στο θυμό είναι η ερώτηση «Γιατί;», οπότε ακριβώς εκεί μπαίνει αυτό το ζήτημα της ηθικής. Αν θεωρήσουμε ότι ο θυμός είναι μια παρεκκλίνουσα συμπεριφορά, νομίζω ότι λαθεύουμε. Ο θυμός, όπως και οποιοδήποτε άλλο συναίσθημα και το πώς εκφαίνεται ως συμπεριφορά, απλώς υφίσταται. Είναι ένα μέρος της φύσης, κι ούτε καν μόνο της ανθρώπινης ίσως. Υπό αυτή την έννοια, όταν θέτουμε το ζήτημα της ηθικής, δεν νομίζω ότι θέτουμε το αν «είναι καλό να θυμώνεις ή κακό». Υπάρχουν άλλα πράγματα που συνδέονται με το κίνητρο του θυμού και εκεί μπαίνουν τα ηθικά ζητήματα. Ποια η διαφορά ανάμεσα σε έναν θυμό που είναι κοινωνικά αποδεκτός και σε έναν θυμό που θεωρείται πως είναι μη κοινωνικά αποδεκτός, και ποιος από τους δύο θεωρείται πως είναι πιο βλαπτικός; Μήπως υπάρχει και πολύ τοξικός και καταστρεπτικός θυμός, ο οποίος καλύπτεται από ένα προκάλυμμα ηρεμίας και απλώς χειρίζεται διαφορετικά εργαλεία θυματοποίησης;
– Τι πιστεύεις για τη λεκτική βία;
– Νομίζω είναι σαφές ότι οι λέξεις είναι πράξεις. Δεν διαχωρίζω τη γλώσσα από την πράξη με κανένα τρόπο. Μια λέξη δεν περιλαμβάνει μόνο το λεκτικό περιεχόμενο, το φώνημα, ότι λέω κάτι, περιλαμβάνει και το επιτελεστικό νόημα. Τι «κάνεις» με τις λέξεις. Αλλά περιλαμβάνει και όλη την περίσταση του λόγου. Το πού κοιτάς. Το πώς εκφέρεις. Πάω σ’ αυτό που ανέφερες, τη σιωπή. To να αγνοήσεις την έκκληση του άλλου μπορεί να είναι εξαιρετικά βίαιο.
Οι χώροι εργασίας είναι σήμερα εκκολαπτήρια οργής. Το γεγονός αυτό συνδέεται με το γεγονός ότι έχουν καταστρατηγηθεί εργατικά δικαιώματα, η επισφάλεια της εργασίας είναι σχεδόν καθολική.
– Το ότι παρατηρούμε και συζητάμε σήμερα το φαινόμενο οργής κάτι πρέπει να σημαίνει.
– Νομίζω ότι η εγρήγορσή μας είναι πιο οξυμένη σήμερα. Οι χορδές μας είναι πιο τεντωμένες, είναι στο όριο να σπάσουν. Το όριο της ανοχής είναι πάρα πάρα πολύ μικρό και νομίζω ότι αυτό σημαίνει ότι υπάρχει υποκείμενος θυμός. Ο σημερινός άνθρωπος είναι μπριζωμένος, είναι φορτισμένος. Οπότε, δεν αντέχεις πάρα πολλά. Τί κάνεις τότε; Κρατιέσαι και προσπαθείς να κρατήσεις και τον άλλον λίγο πίσω. Εγώ αυτό αντιλαμβάνομαι. Και το βλέπεις καθαρά στην καθημερινότητα, αν πρέπει να βιοποριστείς σε μια δουλειά. Εκεί υπάρχει μια διαρκής και συστηματική και ρυθμιστική σχέση ανάμεσα στο «μέσα» και στο «έξω», δηλαδή στον χώρο εργασίας σου και σε αυτό που συμβαίνει όταν σταματάς τη δουλειά σου. Καταλαβαίνεις πολλές φορές πως το ένα μεταφέρεται μέσα στο άλλο. Καταλαβαίνεις λοιπόν πως ένας κόσμος μπαίνει στον χώρο εργασίας και είναι στα κάγκελα ή κάποιος βγαίνει από έναν χώρο εργασίας και είναι στα κάγκελα. Οι χώροι εργασίας είναι σήμερα εκκολαπτήρια οργής. Το γεγονός αυτό συνδέεται με το γεγονός ότι έχουν καταστρατηγηθεί εργατικά δικαιώματα, η επισφάλεια της εργασίας είναι σχεδόν καθολική.
– Εσύ πώς βιώνεις τον θυμό;
– Για πολλά πράγματα σήμερα μπορεί να είμαι θυμωμένος. Πράγματα τα οποία είναι απολύτως προσωπικά – τα οποία δεν θα σου αποκαλύψω (γελάει) – και πράγματα που αφορούν άλλα κομμάτια της ταυτότητάς μου. Να το πούμε διαφορετικά: έχεις μπροστά σου έναν άνθρωπο που μπορεί να είναι γονέας, σύζυγος, τέκνο, εργαζόμενος, καταναλωτής, ψηφοφόρος, καλλιτέχνης, αλλά την ίδια στιγμή, κατά περίσταση, είναι οδηγός, πεζός, τηλεθεατής, καταθέτης… Πες μου, μέσα σ’ αυτές τις περιστάσεις, ένας άνθρωπος που ζει σήμερα στην Ελλάδα, αν πιστεύεις ότι θα υπήρχε περίπτωση, με κάποιες από αυτές τις ιδιότητες, να μην αισθανθεί θυμό. Μου φαίνεται απολύτως αδύνατον (γελάει).
– Λες ο θυμός να είναι μια παγκόσμια συνθήκη; Υπάρχει παγκόσμιος θυμός;
– Κοιτώντας από εδώ πόσο μακριά μπορεί να πάει το βλέμμα μας, δηλαδή από τον χώρο εποπτείας μας, που είναι αυτό το κομμάτι της Ευρώπης, τα Βαλκάνια, η Τουρκία, η Βόρειος Αφρική. Όλη αυτή η περιοχή είναι αναβράζουσα εδώ και καιρό. Κοιτώντας την Αραβική Ανοιξη, πριν από μερικά χρόνια, τον πόλεμο στη Γιουγκοσλαβία, τη σημερινή Τουρκία, τη χρηματοοικονομική κρίση στη Νότια Ευρώπη, την πανδημία, τη μετακίνηση των πληθυσμών… όλα αυτά είναι υποκείμενες συνθήκες θυμού, που είναι και τώρα δραστικές.
– Διαβάζω ένα απόσπασμα από το βιβλίο σου: «Τον θυμό μας τον αντιμετωπίζουμε μόνοι μας, ο καθένας για τον εαυτό του. Η συσσώρευση της οργής μάς τρελαίνει. Φοβόμαστε ακόμη και τον ίδιο μας τον εαυτό». Εμένα με φοβίζει ότι τον θυμό τον αντιμετωπίζουμε μόνοι μας πλέον.
– Όλοι το έχουμε βιώσει αυτό πλέον. Να βρεθείς σε μια θέση που αισθάνεσαι ότι δεν σ’ ακούει κανείς. Επίσης, να αντιλαμβάνεσαι τον θυμό σου να μεγαλώνει, να φοβάσαι το πώς θα αντιδράσεις απέναντι σ’ αυτόν. Να φοβάσαι ότι θα ξεπεράσεις το όριο. Οτι θα βγεις εκτός εαυτού…
– «Καθώς περνούν τα χρόνια ο θυμός μεγαλώνει. Παραδίδεται σαν ιερή παρακαταθήκη από τους γονείς στα παιδιά τους, κι από γενιά σε γενιά βαθαίνει». Μ’ ενδιαφέρει το πώς συμβαδίζει ο θυμός με τον χρόνο. Μπορείς να μας το εξηγήσεις;
– Αυτό που λέω, ότι χρόνια με τα χρόνια ο θυμός μεγαλώνει, συμβαίνει όταν οι συνθήκες του θυμού δεν αλλάζουν. Συχνά κληροδοτούμε στα παιδιά την αντίληψη ότι μπορεί να υπάρξει και ένας θετικός θυμός. Ότι οφείλεις να υπερασπίζεσαι το αξιακό σου οικοδόμημα και, όταν συναντάς κάτι μη αποδεκτό, οφείλεις να είσαι θυμωμένος με αυτό. Όχι να το αποδεχτείς, όχι να συνδιαλλαγείς μαζί του, όχι να το κατανοήσεις απλώς ως κάτι διαφορετικό.
Με ό,τι ζούμε εδώ στην Ελλάδα, τα τελευταία χρόνια, δυσκολεύεται να πιστέψει κανείς ότι θα γίνει πιο εύκολος ο τρόπος να αντιμετωπίσει αυτές τις εντάσεις, αντιθέτως, γίνεται πιο δυσχερής.
– Μήπως, όσο περνούν τα χρόνια, θυμώνουμε περισσότερο;
– Αν γινόμαστε πιο συνειδητοί απέναντι στον θυμό μας, θα μπορούσε να συμβαίνει επειδή ακριβώς βλέπουμε περισσότερους θυμωμένους ανθρώπους γύρω μας. Οπότε, καταλαβαίνουμε ότι και εμείς μετέχουμε σε αυτόν τον γενικευμένο θυμό. Επίσης, όσο μεγαλώνουμε αυξάνονται οι εντάσεις που καλούμαστε να διαχειριστούμε. Επίσης, με ό,τι ζούμε εδώ στην Ελλάδα, τα τελευταία χρόνια, δυσκολεύεται να πιστέψει κανείς ότι θα γίνει πιο εύκολος ο τρόπος να αντιμετωπίσει αυτές τις εντάσεις, αντιθέτως, γίνεται πιο δυσχερής.
– Πολιτική απογοήτευση;
– Έχουμε τώρα, το 2021, μια απολύτως καταστρεπτική πολιτική διακυβέρνηση της Ελλάδας.
– Τελειώνω αυτή τη συζήτηση με μια φράση από το βιβλίο σου: «Είναι δύσκολο να ελέγξεις τον θυμό. Ολοι το ξέρουν αυτό. Και γι’ αυτό τον λόγο ο θυμός είναι η πιο δραστική μέθοδος θυματοποίησης. Ισως δεν είναι τυχαίο που η λέξη θυμός και θύμα συγγενεύουν τόσο πολύ».
– Σ’ αυτές τις περιπτώσεις του τοξικού θυμού, ο θυμωμένος είναι ο ίδιος και θύμα. Είναι εγκλωβισμένος μέσα στον θυμό. Αυτό ήθελα να επισημάνω σ’ αυτή την περίπτωση. Πρόκειται για μια εκδοχή αυτού που είπα πριν: ναι, όντως ο θυμός συχνά λυτρώνει, αλλά την ίδια στιγμή μπορεί να καταδυναστεύσει και να εγκλωβίσει. Μια ερώτηση, στην οποία δεν έχω απάντηση και έχει ενδιαφέρον αν θα μπορούσες εσύ να σκεφτείς μια απάντηση, είναι όχι ποιο είναι το αντίδοτο του θυμού, αλλά ποιο είναι το αντίθετο του θυμού. Αν δεν είσαι θυμωμένος, τι μπορεί να είσαι; Με τι αντιμετωπίζεις τις περιστάσεις που σε θυμώνουν; Με τη λογική; Αρα ο αντίποδας του θυμωμένου είναι ο λογικός, ο πράος; Είναι αυτός που εμπιστεύεται ό,τι αισθάνεται, οπότε αποδέχεται τον θυμό του και τον ξεπερνά με αυτό τον τρόπο; Εξαλείφει τον θυμό ή τον καλύπτει; Ήταν ένα από τα ερωτήματα που ήθελα να θέσω στο βιβλίο, αλλά σταμάτησα μπροστά στην αδυναμία μου να επινοήσω ένα επεισόδιο, όχι για ένα πρόσωπο που θα κατευνάσει τον θυμό του, αλλά θα καταφέρει να στραφεί στην πηγή του θυμού με άλλο τρόπο.
«Η γη του θυμού» έχει μεταφραστεί στα γαλλικά από τον εκδοτικό οίκο «Editions La Contre Allée». Φωτογραφία: instagram @christoschrissopoulos
Υποσημειώσεις
- O Χρήστος Χρυσόπουλος έχει γράψει το μυθιστορηματικό δοκίμιο, βασισμένο στη ζωή της Αμερικανίδας ποιήτριας, «Η λονδρέζικη μέρα της Λώρας Τζάκσον» (εκδ. «Καστανιώτη»), το οποίο βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών το 2008.
Τελευταία ενημέρωση: 10/09/2024