Οι Grinderman είναι ένα side project του Νικ Κέιβ, που σχηματίστηκε το 2006 στο Λονδίνο, με ακόμα τρία μέλη των Bad Seeds, τον Warren Ellis, τον Martyn Casey και τον Jim Sclavunos. Το πρώτο τους άλμπουμ, το ομώνυμο Grinderman, κυκλοφόρησε το 2007, ενώ το Grinderman 2 βγήκε με το ξέσπασμα της ελληνικής κρίσης. Η συνομιλία μου με τον Νικ Κέιβ πραγματοποιήθηκε το καλοκαίρι του 2011, μ’ αφορμή την εμφάνιση των Grinderman στην Αθήνα (TerraVibe Park, 6/7/2011).
Ακολουθεί η συνέντευξη:
Το «Grinderman 2» είναι ένας αυτοσχεδιαστικός δίσκος που περιέχει τραγούδια ζοφερά, σκληρά και βίαια. Στο εξώφυλλο του, εμφανίζεται ένας αγριεμένος λύκος να στέκεται σε ένα πολυτελή βίλα, διακοσμημένο σε αρχαιοελληνικό στυλ. Πίσω από το άγριο ζώο, πάνω σε ένα ασημένιο τραπέζι, ορθώνεται μια μαρμάρινη προτομή του Περικλή. Στο βίντεοκλιπ του πρώτου σινγκλ του γκρουπ, «Heathen Child» (Αλλόθρησκο παιδί), ο πολιτικός αρχιτέκτονας του Χρυσού Αιώνα χύνει δάκρυα από αίμα, ενώ οι μουσικοί, ντυμένοι σαν αρχαίοι πολεμιστές, τραγουδούν: «Αν νομίζεις ότι η κυβέρνησή σου θα σε προστατέψει, κάνεις λάθος».
Αναφέρεστε στον θάνατο της δημοκρατίας; ρωτάω τον Νικ Κέιβ, ο οποίος την ώρα της τηλεφωνικής συνέντευξης βρίσκεται στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου στο Ζάγκρεμπ, στην Κροατία. «Υπάρχουν πολλές αναφορές» λέει. «Το δημιουργικό είναι εμπνευσμένο από την πραγματικότητα: ο σκηνοθέτης του βίντεο κλιπ Τζον Χίλγκοτ είχε δει ένα πεινασμένο κογιότ να περιφέρεται, την ημέρα, στους δρόμους του Λος Άντζελες. Η εικόνα αυτή συμβολίζει τα όσα συμβαίνουν σήμερα στον κόσμο. Είναι ένα σύμβολο της παρακμής – όχι της δημοκρατίας απαραιτήτως- του πολιτισμού, γενικότερα».
Ποια είναι η γνώμη του για την ελληνική κρίση; «Είναι τρομακτικό να βλέπεις στην τηλεόραση τα όσα διαδραματίζονται ή να διαβάζεις γι’ αυτά στις εφημερίδες. Νομίζω ότι είναι δικαιολογημένη η αντίδραση των Ελλήνων πολιτών».
Πώς αποτιμάτε τη μουσική σας σταδιοδρομία;
Οταν την επισκοπώ με προσοχή, τρομάζω. Γενικώς, όμως, αισθάνομαι περήφανος. Για κάποιον που ήρθε από το πουθενά και που δεν έχει κανένα ιδιαίτερο ταλέντο, νομίζω ότι τα έχω πάει πολύ καλά.
Εσείς, δεν έχετε ταλέντο;
Όχι, με την παραδοσιακή έννοια. Δεν ξέρω να παίζω καλά κανένα μουσικό όργανο και δεν τραγουδώ σωστά πάνω στις νότες – ξέρεις, τα βασικά που χρειάζεται κανείς για να γίνει μουσικός. Παρόλα αυτά έχω καταφέρει να βγάλω πολλούς δίσκους.
Γιατί δημιουργήσατε τους Grinderman;
Πρέπει να ανακαλύπτω συνεχώς νέους τρόπους να παράγω μουσική γιατί αλλιώς επαναλαμβάνομαι. Στους Grinderman γράφουμε και οι τέσσερις μας τα κομμάτια. Στόχος του συγκροτήματος είναι να ανυψώσει το ηθικό των ακροατών. Γι’ αυτό ελπίζουμε να κάνουμε τους Ελληνες να αισθανθούν λίγο καλύτερα όταν έρθουμε.
Είναι αλήθεια ότι το νέο σας σχήμα δημιουργήθηκε μέσα από τους πειραματισμούς σας με την κιθάρα;
Ναι, δεν ήξερα να παίζω την κιθάρα. Πάντα πίστευα ότι θα φέρναμε έναν αληθινό κιθαρίστα, αλλά ο Γουόρεν (Έλλις) απείλησε να φύγει από το συγκρότημα αν δεν έπαιζα εγώ την κιθάρα. Τελικά, συμφώνησα. Είναι ένα ευχάριστο μουσικό όργανο που σε… συγχωρεί. Δεν χρειάζεται να είσαι τόσο καλός για να το παίζεις.
Είναι ένα όργανο που συμβολίζει την ουσία του ροκ.
Η ιστορία του ροκ εν ρολ συμπυκνώνεται σε αυτές τις έξι χορδές. Ποτέ δεν μπορούσα να το κατάλαβα αυτό, γιατί εγώ πάντα έπαιζα το πιάνο, το οποίο ιστορικά είναι ένα εντελώς διαφορετικό όργανο που συνδέεται με άλλου είδους κομμάτια. Γι’ αυτό το ροκ πάντα μου προκαλούσε σύγχυση – γιατί δεν έβγαζε νόημα στο πιάνο. Όταν, λοιπόν, ανακάλυψα ότι η ιστορία του ροκ βρισκόταν στην άκρη των δακτύλων μου, το όργανο αυτό απέκτησε για μένα μεγάλο ενδιαφέρον.
Στο δελτίο Τύπου του «Grinderman 2» γράφει ότι «κανείς δεν κάνει την γυναίκα όπως ο Κέιβ» (“Nobody does women like Cave”). Τι εννοείτε;
Εχω την ικανότητα να «μπαίνω» στο γυναικείο κορμί, με έναν τρόπο που δεν μπορούν πολλοί άλλοι καλλιτέχνες. (Γελάει αμήχανα). Αυτό που θέλω να πω είναι ότι μπορώ να γράφω από την οπτική γωνία της γυναίκας. Βασικά, πηγαίνω όπου με οδηγεί η γραφή. Σε όλη μου τη σταδιοδρομία έχω καταφέρει –και γι’ αυτό είμαι περήφανος- να γράφω γι’ αυτά που με ενδιαφέρουν, ανεξαρτήτως από το τι πιστεύουν οι άλλοι. Ακόμη και αν αυτό σημαίνει ότι θα χάσουμε ακροατές. Για παράδειγμα, το θέμα της θρησκείας έχει αποξενώνει πολλούς οπαδούς μας. Το να γράφεις σαν γυναίκα είναι επικίνδυνο και μπορεί να αποτύχω κάνοντάς το, αλλά νομίζω ότι τα καταφέρνω καλά.
Οι Bad Seeds είναι ό,τι καλύτερο έχω δει λάιβ τα τελευταία χρόνια. Παρότι πενηντάρηδες έχετε απίστευτη ενέργεια στη σκηνή. Από πού την αντλείτε;
Πραγματικά δεν ξέρω. Προφανώς ενθουσιαζόμαστε με αυτό που κάνουμε. Μιλώντας τώρα, από το δωμάτιο του ξενοδοχείου, δεν μπορώ να με φανταστώ να δίνω συναυλία. Δεν έχω το κουράγιο ούτε την ψυχική αντοχή. Οταν όμως ανεβαίνω στη σκηνή αποκτώ δύναμη. Μετά την παράσταση, βέβαια, εγώ και η μπάντα μου είμαστε λιπόθυμοι από την κούραση – μοιάζουμε με γέρους 80 ετών. Το έχω δει και σε άλλους καλλιτέχνες αυτό. Θυμάμαι είχα παρακολουθήσει την Νίνα Σιμόν, σε μια από τις τελευταίες της συναυλίες. Ηταν πολύ άρρωστη και κινιόταν με τρομερή δυσκολία. Οταν όμως βρέθηκε μπροστά από το μικρόφωνο μεταμορφώθηκε σε κάτι άλλο. Μόνο η μουσική μπορεί να το καταφέρει αυτό.
Έχετε γράψει και βιβλία. Τί σημαίνει να είσαι συγγραφέας;
Η γραφή σεναρίων και βιβλίων είναι παράλληλες δραστηριότητες. Τις διατηρώ γιατί δεν μπορώ να γράφω συνέχεια τα λόγια ενός τραγουδιού. Η συγγραφή μού δίνει μια ανάσα από τη στιχουργία, και μου επιτρέπει να επιστρέφω σ’ αυτήν ανανεωμένος.
Διαλέγετε ένα δύσκολο μονοπάτι για να ξαποστάσετε.
Βρίσκω ότι η συγγραφή είναι εύκολη σε σύγκριση τουλάχιστον με την στιχουργία. Οταν γράφω μυθιστορήματα δεν αισθάνομαι την ίδια αγωνία όπως όταν γράφω στίχους. Μάλιστα, το τελευταίο μου βιβλίο μού πρόσφερε μεγάλη ευχαρίστηση. Τα τραγούδια, αντιθέτως, μου προκαλούν θλίψη.
Υποφέρετε με την τέχνη σας;
Να ξεκαθαρίσουμε κάτι: στον κόσμο υπάρχουν πολύ χειρότερα πράγματα από το να δουλεύεις σε ένα συγκρότημα. Αυτό προσπαθώ να το υπενθυμίζω στον εαυτό μου κάθε φορά που αισθάνομαι ότι δυσκολεύουν τα πράγματα. Ωστόσο, η στιχουργία χτυπά σε μια ευαίσθητη χορδή μου, εκείνη της ανασφάλειας, την οποία προσπαθώ να καταπολεμήσω κάθε φορά.»
Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στις 3 Ιουλίου 2011 στις «Τέχνες & Γράμματα», στο κυριακάτικο φύλλο της Καθημερινής, επί αρχισυνταξίας Νίκου Ξυδάκη. Τα πνευματικά δικαιώματα του κειμένου ανήκουν αποκλειστικά στην Σελάνα Βροντή.
Τελευταία ενημέρωση: 03/10/2024